- βουλεύσαιτο
- βουλεύωtake counselaor opt mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουλεύσαιτ' — βουλεύσαιτο , βουλεύω take counsel aor opt mid 3rd sg βουλεύσαιτε , βουλεύω take counsel aor opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταγινώσκω — (ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω) αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.) αρχ. 1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.) 2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ… … Dictionary of Greek